Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

Να σ΄ αγναντεύω, θάλασσα


Η θέα από την Αίθουσα Σ, στο Παραλιακό Συγκρότημα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (παλιά καπναποθήκη Παπαστράτου).

Να σ΄ αγναντεύω, θάλασσα

Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα, 
να μη χορταίνω απ’ το βουνό ψηλά 
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω 
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.

Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, 
όντας μετ’ άξαφνη νεροποντή 
χυμάει μες απ’ τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας 
ήλιος χωρίς μαντύ.

Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, 
οι κάβοι, τ’ ακρόγιαλα σαν μεταξένιοι αχνοί 
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι 
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.

Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου 
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά τα πεύκα, 
τα χρυσόπευκα, κι ανθός του μαλαμάτου 
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.

Κι αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους 
ως μέσα στο νερό τα ερημικά χιονόσπιτα 
κι αυτά μες στ’ όνειρό τους να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.

Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτινέ έρωτά μου 
με μάτια να σε χαίρομαι θολά 
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου, 
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.

Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ, 
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους 
και να με πας πολύ μακριά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση, 
μακριά πολύ κι από τους μαύρους κολασμένους

Κώστας Βάρναλης

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

Έρημοι σταθμοί

Σιδηροδρομικός Σταθμός Βόλου

Έρημοι σταθμοί - 2003

Στίχοι:   Μάνος Ελευθερίου
Μουσική:   Διονύσης Τσακνής
1. Διονύσης Τσακνής

Έρημοι σταθμοί σιδηροδρόμων
δίπλα οι σκουριασμένες οι γραμμές
μοιάζουν με τις νύχτες κάποιων πόνων
στων ερώτων τις διαδρομές.

Έρημοι σταθμοί σαν τα τραγούδια
που δεν τα τραγούδησε κανείς
σαν στενά παπούτσια και κοστούμια
μιας ζωής που εσύ καταφρονείς.

Κάτω απ το υπόστεγο βαγόνια
δίχως μνήμη, δίχως εποχές
Μοιάζουν με τα αμίλητα σεντόνια
που κορμιά σκεπάσαν και ψυχές.

Έρημοι σταθμοί μέσα στ αγκάθια
συναντήσεις κι αποχωρισμοί 
σε θυμάμαι απ τα σπασμένα τζάμια
να φωτογραφίζεις τη σιωπή.

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

Οι μοιραίοι

Σαν εχθές, στις 14 Φλεβάρη του 1884, γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας (σημερινό Μπουργκάς) ο λογοτέχνης, ποιητής και δημοσιογράφος Κώστας Βάρναλης. Στο έργο του περιλαμβάνονται πολλά ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτικές καθώς και μεταφράσεις. Το 1959 τιμήθηκε από την ΕΣΣΔ με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.

Στο blog τον έχουμε ξαναδεί στα ποιήματα "Η Μπαλάντα του Κυρ Μέντιου" και "Οι πόνοι της Παναγίας". Για τη σημερινή ανάρτηση, επέλεξα το ποίημα "Οι μοιραίοι".

Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ' η παρέα πίναμ' εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα, 
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.

Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

Αλέξανδρος Χριστοφής, «Στην ταβέρνα» 
Ο ποιητής, δημιουργώντας μια πολύ παραστατική εικόνα, μας μεταφέρει στο χώρο μιας κακόφημης υπόγειας ταβέρνας, όπου ανάμεσα στους καπνούς και στις βρισιές των άλλων θαμώνων, κάθεται μια παρέα αντρών. Ο φριχτός ήχος της (μάλλον!) ασυντήρητης λατέρνας τους συνοδεύει για άλλο ένα βράδυ στο ποτό (...εψές, σαν όλα τα βραδάκια...), στο οποίο κατέφυγαν για να ξεχάσουν τα βάσανά τους (...να πάνε κάτου τα φαρμάκια...).

Η ταβέρνα είναι ασφυκτικά γεμάτη (...Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο...). Κάποιος από τους θαμώνες φτύνει στο πάτωμα. Ανάμεσα στο ποτό, στην παρέα, αναρωτιούνται πάλι για τα βάσανά τους και τον αντίκτυπο που έχουν στη ζωή τους. Ματαίως πιέζουν το μυαλό τους για να θυμηθεί κάποια στιγμή (...Όσο κι ο νους να τυραννιέται...), που η ζωή τους ήταν ευτυχισμένη (...άσπρην ημέρα δε θυμιέται....).

Η κατάσταση αυτή (το ποτό και το μεθύσι στην ταβέρνα) επαναλαμβάνεται συχνά, με αποτέλεσμα οι φίλοι να λησμονούν τις απλές χαρές της καθημερινότητας και οι μέρες να περνάνε γρήγορα από δίπλα τους (...λάμπετε, σβήνετε μακριά μας...) , χωρίς αυτοί να κάνουν κάτι το ουσιαστικό. Η εικόνα που δημιουργεί ο ποιητής, με τη θάλασσα και τον ήλιο, την ανατολή και το δειλινό, δείχνει ότι η ελπίδα και η αισιοδοξία κρύβονται σε μικρά καθημερινά πράγματα, αλλά καθώς τα μέλη της παρέας μας έχουν αφεθεί στη μοίρα τους, αδυνατούν να τα αντιληφθούν (...χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!...).

Στη συνέχεια, αποκαλύπτονται οι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους βασανίζονται στην ψυχή τους. Ο ένας έχει πατέρα που είναι χρόνια παράλυτος, ο άλλος τη γυναίκα του ετοιμοθάνατη και βαριά άρρωστη, κάποιος άλλος το γιο του φυλακισμένο, ενώ η κόρη του τελευταίου είναι πόρνη στο Γκάζι.

Έτσι, όπως συμβαίνει συνήθως επάνω στα μεγάλα μεθύσια, φτάνει κάποια στιγμή που, μέσα στη ζάλη, τίθενται σοβαρά θέματα για συζήτηση, "Ποιος φταίει για τα προβλήματά μας;". Η τύχη τους, ο Θεός, η ξεροκεφαλιά τους; Μάλλον φταίει για άλλο ένα βραδύ το κρασί, στο οποίο έπνιξαν και απόψε τον πόνο τους, καταλήγουν... Είναι πια τόσο απελπισμένοι, που κανείς δεν καταφέρνει να απαντήσει στο ερώτημα αυτό.

Έτσι, η κατάσταση αυτή συνεχίζεται, χωρίς να προκύπτει κάποια άλλη διέξοδος, πέραν από το ποτό στην ταβέρνα (...πίνουμε πάντα μας σκυφτοί...). Η σκοτεινή ταβέρνα, αντιπροσωπεύει τη σύγχυση που νιώθουν, η οποία μοιάζει πια με φυλακή, που δε μπορούν να αποδράσουν. Όντας αλκοολικοί και έχοντας ήδη και άλλα προβλήματα, αντιμετωπίζονται από την υπόλοιπη κοινωνία ως περιθωριακοί (...Σαν τα σκουλήκια...), εισπράττουν χλευασμό και αδιαφορία και σταδιακά απομονώνονται (...κάθε φτέρνα όπου μας έβρει μας πατεί...). Έρμαια της μοίρας τους ("Μοιραίοι" όπως είναι και ο τίτλος), της δύσκολης ζωής τους, αλλά άβουλοι και αδύναμοι να διαχειριστούν την όλη κατάσταση, έχουν εναποθέσει πλέον τις ελπίδες τους σε κάποιο "θαύμα" που θα αλλάξει τη ζωή τους.

Γενικά, το παραπάνω ποίημα είναι διαχρονικό. Η οικονομική κρίση, έχει οδηγήσει πολλούς συνανθρώπους μας σε αντίστοιχες καταστάσεις, όπου αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους, καταφεύγουν σε πρακτικές, που αντί να τα λύσουν, τα επιδεινώνουν, βυθίζοντάς τους ακόμα πιο βαθιά στην αβεβαιότητα και τα ψυχολογικά προβλήματα...


Η πιο γνωστή εκτέλεση, χωρίς (δυστυχώς) να περιλαμβάνει όλες τις στροφές, είναι αυτή του Γρηγόρη Μπιθικώτση, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη.


Μια άλλη εκτέλεση που μου αρέσει, είναι αυτή της Καίτης Χωματά.



Και από τη Χορωδία Τρικάλων, της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου


Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017

Ο Μικρός Ήρωας

Λουκιανός Κηλαηδόνης (15 Ιουλίου 1943 - 7 Φεβρουαρίου 2017)




Ο μικρός ήρωας

Στίχοι:   Λουκιανός Κηλαηδόνης
Μουσική:   Λουκιανός Κηλαηδόνης

Από τη μια οι Ιταλοί κι οι Γερμανοί
για να σε βρουν αναστατώνουν την Αθήνα
κι από την άλλη του πατέρα μου η φωνή:
"Νομίζω πως τον κρύβεις στην κουζίνα".

Εσύ να παίζεις με τον θάνατο κρυφτό
κι αυτοί να σκίζουνε τα τεύχη τα κρυμμένα, 
μη σε τρομάζει το διπλό κυνηγητό, 
εσύ τους Γερμανούς κι αυτοί εμένα.

Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει, 
καλέ μου φίλε Γιώργο Θαλάσση.
Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει, 
μικρέ μου ήρωα Γιώργο Θαλάσση.

"Εγώ δεν ξεκουράζομαι ποτέ
είμαι παντού όπου το χρέος με προστάζει
κι όσο θα υπάρχουνε στη γη κατακτητές, 
θα τους συντρίβω και το αίμα τους θα στάζει".

Πίσω απ’ τον τοίχο ο ασύρματος καλεί, 
είναι απ’ τη Μέση Ανατολή, απ’ το αρχηγείο.
Θα σoυ αναθέσουν μια καινούργια αποστολή
μ’ ευχές για καλή τύχη απ’ το αρχηγείο.

Η Κατερίνα σ’ αγαπούσε σιωπηλά, 
αλλά κι εσύ το ίδιο αγνά την αγαπούσες.
Χωρίς το Σπίθα ίσως να `ταν πιο καλά, 
παρ’ όλ’ αυτά εσύ τον συγχωρούσες.

Όταν ακούω να μιλάνε γι’ Αφρική, 
για Βερολίνο, Βενετία και Παρίσι, 
σκέφτομαι, λέω, πού να ξέραν μερικοί
πως σε όλα αυτά τα μέρη εγώ έχω ζήσει.

Πως όταν ήταν στην Ελλάδα κατοχή, 
μέσα στις σφαίρες μες στο κρύο, μες την πείνα, 
με τους Εγγλέζους να εξοπλίζουνε τη XI
μου έδειχνες μια ξένοιαστη Αθήνα.

Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει, 
καλέ μου φίλε Γιώργο Θαλάσση.
Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει
μικρέ μου ήρωα Γιώργο Θαλάσση.

"Εγώ δεν ξεκουράζομαι ποτέ
είμαι παντού όπου το χρέος με προστάζει
κι όσο θα υπάρχουνε στη γη κατακτητές, 
θα τους θερίζω και το αίμα τους θα στάζει".

Εσύ μπορούσες να οδηγήσεις φορτηγό, 
μοτοσικλέτα, οτομοτρίς κι αεροπλάνο
κι όπου κι αν ήσουν πάντα δίπλα ήμουν κι εγώ, 
μαζί σου ή να ζήσω ή να πεθάνω.

Ήσουνα πάντα εκδικητής και τιμωρός
γι αυτόν που γέμισε τον τόπο με στρατό του
και μ’ ένα χτύπημά σου έπεφτε ο φρουρός
με μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό του.

Μπορούσες πάλι να ημερεύεις τα σκυλιά
με κάποιο σφύριγμα που σου `μαθε τσομπάνος
κι έτσι που πέταγες με κόλπο τη θηλιά
θα έπρεπε να είσαι Αμερικάνος.

Τι να σου πω, τι να σου πω, τι να σου πω
που να μην το `χει πει κανένας για κανέναν, 
εγώ μονάχα ένα πράγμα θα σου πω.
Μου φτάνει πως μεγάλωσα με σένα.

Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει, 
καλέ μου φίλε Γιώργο Θαλάσση.
Όπου κι αν είσαι, θα `χεις γεράσει
μικρέ μου ήρωα Γιώργο Θαλάσση.