Βία και αίμα
Το καλοκαίρι του ’33 έπεσαν οι πρώτες 50 υπογραφές για να δημιουργηθεί σωματείο.
Την άλλη μέρα και ενώ το ιδρυτικό καταθέτονταν στο πρωτοδικείο Χαλκίδας, η εταιρία απολύει τα μέλη του. Έτσι προγραμματίζεται συγκέντρωση στα γραφεία της εταιρίας. Ο διευθυντής Ν. Γρυπάρης ειδοποιεί την χωροφυλακή, η οποία έφερε ενισχύσεις και από την Κύμη με επικεφαλής τον υπομοίραρχο Πηλό. Οι εργάτες σπάζουν το φράγμα και επιδίδουν τα αιτήματα τους. Ο διευθυντής ζητά προθεσμία μέχρι την Πέμπτη για να ενημερώσει τον ιδιοκτήτη Εμπειρίκο.
Κηρύσσεται γενική απεργία. Έρχεται η Πέμπτη και οι εργάτες προχωρούν προς το λιγνιτωρυχείο να πάρουν απαντήσεις. Στα μισά του δρόμου δέχονται τα πυρά της χωροφυλακής…. 22 διαδηλωτές τραυματίες, μερικοί έμειναν ανάπηροι για όλη τους τη ζωή.
Η έφημερίδα «Εύριπος» στο φύλλο της 12ης Αυγούστου 1933 περιγράφει τα γεγονότα και καταλήγει:
«’Επείλθεν σύρραξις κατά τήν οποίαν η Αστυνομική δύναμις έπυροβόλησε έναντίον των εργατών, οι οποίοι διεσκορπίσ-θησαν. Από τους ριφθέντας πυροβολισμούς υπό των χωροφυλάκων ’ετραυματίσθησαν 15, εξ’ ών οκτώ βαρέως.
Μεταξύ των τραυματισθέντων είναι οι Γ. Ζωντός, Ν. Χαρίτος Α. Παναγιωτάρης, Α. ’Αρβανίτης, Β. Μπαχάρας, Ι. Ρήγας, Β. Καρκαλέτσης, Κ. Προκοπίου, Γ. Μαρίνος, Γ. Λάντζος, Σ.’Αϊδίνης και Β.Μούντριχας, Μαρία σύζυγος Α. Θεοδώρου κ.α …».
Η εφημερίδα «Εύβοια» στο φύλλο της 16ης Αυγούστου 1933 γράφει:
«Εντόπιαι και Αθηναϊκαί ’εφημερίδες σχολιάζουσαι την προχθεσινήν τραγωδίαν τών ’ανθρακωρυχείων ’Αλιβερίου χαρακτηρίζουν αυτήν ως σύγκρουσιν ’εργατών και χωροφυλακής. ’Όχι μόνον ’εκ τών αποτελεσμάτων αλλά και ’εκ της πραγματικότητος η τραγωδία ’εκείνη δεν ήτο τίποτε άλλο αλλά καθαρά δολοφονία της οποίας τα θύματα είναι δύο δεκάδες περίπου αθώων και νομοταγών πολιτών. ’Εργαζόμενοι οι δυστυχείς έκείνοι έργάται εις τά ἔγκατα της γης, με διαρκή κίνδυνον της ζωής των, φθείροντες την υγείαν των μέ ευτελές ημερομίσθιον τριάκοντα δραχμών δεν επληρώνοντο τά ημερομίσθια των αυτά από έξ περίπου μηνών. Συντηρούμενοι εξ ιδίων εξήντλησαν και οικονομίας όσας είχον και πιστώσεις όσας ημπορούσαν να έχουν ώστε έφτασαν εις την πείναν, εις την στέρησιν των πάντων. Απελπισμένοι έπαυσαν να εργάζονται, διότι αι δυνάμεις των έχουν εξαντληθή, και εργάται, γυναίκες και παιδία, επήγαιναν να ζητήσουν από την διεύθυνσιν της εταιρείας το ξηρό ψωμί του τίμιου ιδρώτος των, χωρίς καμίαν άλλην διαμαρτυρίαν, διότι η πείνα τους είχε σβύσει και την φωνήν ακόμη. Η ηρωΐκή αστυνομία Αλιβερίου τους διέταξε να υποχωρήσουν, να φύγουν.
Οι εργάται όλοι μαζί με γυναίκες και παιδιά, εσήκωσαν τα χέρια ψηλά, σαν σε προσευχή, σαν αρχαίας τραγωδίας πραγματικοί ικέται προς τους Θεούς και επροχώρησαν γαλήνιοι. Αυτό η ηρωΐκή αστυνομία εθεώρησεν απείθειαν και ασέβειαν και το ετιμώρησε διά θανάτου. Με όσες σφαίρες είχαν οι χωροφύλακες αυτοί, εζήτησαν να αφαιρέσουν την ζωήν των αόπλων και πεινασμένων εργατών, απείρως κακούργοι, διότι επυροβόλησαν αόπλους ικέτας των Θεών ενώ προσηύχοντο. Αυτό είναι εκείνο που η αστυνομία ονομάζει σύγκρουσιν και αι εφημερίδες αποδέχονται. Την καθαράν δολοφονίαν, την ιεροσυλίαν ονομάζουν σύγκρουσιν» […]. έκαναν και μηνύσεις για να δικαστούμε σαν αναρχικοί. Είχανε επιστρατεύσει και τον περιβόητο τότε Δεσπότη της Κύμης Παντελεήμονα».
και ο λαϊκός ποιητής Ν. Αντωνίου:
Εγινε μάχη θλιβερή, μάχη φαρμακωμένη
ποτέ δεν το περίμεναν οι εργάτες οι καϋμένοι.
Η καμπάνα του άγιου Λουκά βαρούσε πενθισμένα
Γιατ’ είκοσι εργάτες της, είχαν πνιγεί στο αίμα..Το καλοκαίρι του ’33 έπεσαν οι πρώτες 50 υπογραφές για να δημιουργηθεί σωματείο.
Την άλλη μέρα και ενώ το ιδρυτικό καταθέτονταν στο πρωτοδικείο Χαλκίδας, η εταιρία απολύει τα μέλη του. Έτσι προγραμματίζεται συγκέντρωση στα γραφεία της εταιρίας. Ο διευθυντής Ν. Γρυπάρης ειδοποιεί την χωροφυλακή, η οποία έφερε ενισχύσεις και από την Κύμη με επικεφαλής τον υπομοίραρχο Πηλό. Οι εργάτες σπάζουν το φράγμα και επιδίδουν τα αιτήματα τους. Ο διευθυντής ζητά προθεσμία μέχρι την Πέμπτη για να ενημερώσει τον ιδιοκτήτη Εμπειρίκο.
Κηρύσσεται γενική απεργία. Έρχεται η Πέμπτη και οι εργάτες προχωρούν προς το λιγνιτωρυχείο να πάρουν απαντήσεις. Στα μισά του δρόμου δέχονται τα πυρά της χωροφυλακής…. 22 διαδηλωτές τραυματίες, μερικοί έμειναν ανάπηροι για όλη τους τη ζωή.
Η έφημερίδα «Εύριπος» στο φύλλο της 12ης Αυγούστου 1933 περιγράφει τα γεγονότα και καταλήγει:
«’Επείλθεν σύρραξις κατά τήν οποίαν η Αστυνομική δύναμις έπυροβόλησε έναντίον των εργατών, οι οποίοι διεσκορπίσ-θησαν. Από τους ριφθέντας πυροβολισμούς υπό των χωροφυλάκων ’ετραυματίσθησαν 15, εξ’ ών οκτώ βαρέως.
Μεταξύ των τραυματισθέντων είναι οι Γ. Ζωντός, Ν. Χαρίτος Α. Παναγιωτάρης, Α. ’Αρβανίτης, Β. Μπαχάρας, Ι. Ρήγας, Β. Καρκαλέτσης, Κ. Προκοπίου, Γ. Μαρίνος, Γ. Λάντζος, Σ.’Αϊδίνης και Β.Μούντριχας, Μαρία σύζυγος Α. Θεοδώρου κ.α …».
Η εφημερίδα «Εύβοια» στο φύλλο της 16ης Αυγούστου 1933 γράφει:
«Εντόπιαι και Αθηναϊκαί ’εφημερίδες σχολιάζουσαι την προχθεσινήν τραγωδίαν τών ’ανθρακωρυχείων ’Αλιβερίου χαρακτηρίζουν αυτήν ως σύγκρουσιν ’εργατών και χωροφυλακής. ’Όχι μόνον ’εκ τών αποτελεσμάτων αλλά και ’εκ της πραγματικότητος η τραγωδία ’εκείνη δεν ήτο τίποτε άλλο αλλά καθαρά δολοφονία της οποίας τα θύματα είναι δύο δεκάδες περίπου αθώων και νομοταγών πολιτών. ’Εργαζόμενοι οι δυστυχείς έκείνοι έργάται εις τά ἔγκατα της γης, με διαρκή κίνδυνον της ζωής των, φθείροντες την υγείαν των μέ ευτελές ημερομίσθιον τριάκοντα δραχμών δεν επληρώνοντο τά ημερομίσθια των αυτά από έξ περίπου μηνών. Συντηρούμενοι εξ ιδίων εξήντλησαν και οικονομίας όσας είχον και πιστώσεις όσας ημπορούσαν να έχουν ώστε έφτασαν εις την πείναν, εις την στέρησιν των πάντων. Απελπισμένοι έπαυσαν να εργάζονται, διότι αι δυνάμεις των έχουν εξαντληθή, και εργάται, γυναίκες και παιδία, επήγαιναν να ζητήσουν από την διεύθυνσιν της εταιρείας το ξηρό ψωμί του τίμιου ιδρώτος των, χωρίς καμίαν άλλην διαμαρτυρίαν, διότι η πείνα τους είχε σβύσει και την φωνήν ακόμη. Η ηρωΐκή αστυνομία Αλιβερίου τους διέταξε να υποχωρήσουν, να φύγουν.
Οι εργάται όλοι μαζί με γυναίκες και παιδιά, εσήκωσαν τα χέρια ψηλά, σαν σε προσευχή, σαν αρχαίας τραγωδίας πραγματικοί ικέται προς τους Θεούς και επροχώρησαν γαλήνιοι. Αυτό η ηρωΐκή αστυνομία εθεώρησεν απείθειαν και ασέβειαν και το ετιμώρησε διά θανάτου. Με όσες σφαίρες είχαν οι χωροφύλακες αυτοί, εζήτησαν να αφαιρέσουν την ζωήν των αόπλων και πεινασμένων εργατών, απείρως κακούργοι, διότι επυροβόλησαν αόπλους ικέτας των Θεών ενώ προσηύχοντο. Αυτό είναι εκείνο που η αστυνομία ονομάζει σύγκρουσιν και αι εφημερίδες αποδέχονται. Την καθαράν δολοφονίαν, την ιεροσυλίαν ονομάζουν σύγκρουσιν» […]. έκαναν και μηνύσεις για να δικαστούμε σαν αναρχικοί. Είχανε επιστρατεύσει και τον περιβόητο τότε Δεσπότη της Κύμης Παντελεήμονα».
και ο λαϊκός ποιητής Ν. Αντωνίου:
Εγινε μάχη θλιβερή, μάχη φαρμακωμένη
ποτέ δεν το περίμεναν οι εργάτες οι καϋμένοι.
Η καμπάνα του άγιου Λουκά βαρούσε πενθισμένα
(Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε από τον κύριο Γιώργο Κατσαμάγκο, στην ομάδα "Έχω ματώσει και εγώ τα γόνατά μου στις αλάνες του Αλιβερίου", στο Facebook)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Εδώ μπορείτε να γράφετε τα σχόλιά σας.